κυκλώπειος

κυκλώπειος
-α, -ο (Α κυκλώπειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος) [Κύκλωψ]
(κυρίως για τα γιγαντιαία τείχη τής Μυκηναϊκής περιόδου) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή έχει σχέση με τους Κύκλωπες («κυκλώπεια τ' οὐράνια τείχεα», Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. γιγάντιος, τεράστιος, ογκώδης («κυκλώπειο το κανόνι τη γη ξεθεμελιώνει», Παλαμ.)
αρχ.
1. αγροίκος, άξεστος, άγριος
2. φρ. «κυκλώπειος βίος» — άγρια ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κυκλώπειος — uncivilized masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπειος — uncivilized masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κύκλωπες: Τα κυκλώπεια τείχη προκαλούσαν το θαυμασμό στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυκλωπείων — Κυκλώπειος uncivilized fem gen pl Κυκλώπειος uncivilized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωπείων — Κυκλώπειος uncivilized fem gen pl Κυκλώπειος uncivilized masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλώπειον — Κυκλώπειος uncivilized masc acc sg Κυκλώπειος uncivilized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλώπειον — Κυκλώπειος uncivilized masc acc sg Κυκλώπειος uncivilized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλωπείη — Κυκλώπειος uncivilized fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλωπείη — Κυκλώπειος uncivilized fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυκλωπείην — Κυκλώπειος uncivilized fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”